Με τη φιλοξενία έργων τριών ξεχωριστών δημιουργών - Στέφανου Δασκαλάκη, Μιχάλη Μαδένη και Γιώργου Ρόρρη – η Δημοτική Πινακοθήκη Πατρών συνεχίζει την υλοποίηση του προγράμματος της, στοχεύοντας στην ενίσχυση της εικαστικής έκφρασης.
Κυρίαρχο στοιχείο της έκθεσης - η οποία θα ανοίξει τις πύλες της τη Δευτέρα 7 Νοεμβρίου στις 8.00 το βράδυ και θα ολοκληρωθεί το Σάββατο 7 Ιανουαρίου 2017 - ο ανθρωποκεντρικός χαρακτήρας των έργων.
Στο πλαίσιο της έκθεσης θα πραγματοποιηθούν ξεναγήσεις από τους δημιουργούς των έργων.
ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΔΑΣΚΑΛΑΚΗΣ
Στην πρώτη του ατομική έκθεση στην Αθήνα (1982, Συλλογή) παρουσίασε μια παραστατική ζωγραφική που αξιοποιούσε την παραδοσιακή τεχνική της ελαιογραφίας. Οι πίνακες απεικόνιζαν εσωτερικούς χώρους και νεκρές φύσεις, με ρεαλιστικό τρόπο και θερμά χρώματα. Το έργο του προσέχτηκε αμέσως και συνδέθηκε με μια γενικότερη στροφή προς τις παραδοσιακές φόρμες, στην οποία συμμετείχαν πολλοί νέοι Έλληνες ζωγράφοι εκείνα τα χρόνια. Αυτή η τάση θεωρήθηκε ότι αντιπροσωπεύει ένα είδος ελληνικού μεταμοντερνισμού. Τα επόμενα χρόνια η ζωγραφική του έγινε πιο σύνθετη ως προς την απόδοση του χώρου και τη χρήση των χρωμάτων, αλλά και ως προς το νοηματικό περιεχόμενο των έργων, με σαφέστερες αναφορές στην αναπόφευκτη φθορά του χρόνου, στη μοναξιά και στην εγκατάλειψη. Πάντως τα δραματικά στοιχεία, που παραπέμπουν άλλοτε στο Μπαρόκ και άλλοτε στον εξπρεσιονισμό, δεν αλλοιώνουν την αναπαραστατική πιστότητα. Στα πιο πρόσφατα έργα του ασχολείται με γυναικεία πορτρέτα και γυμνά, τα οποία αντιμετωπίζονται με μια ακόμα πιο δραματική γραφή και κάνουν πιο φανερό τον υπαρξιακό στοχασμό που διατρέχει το σύνολο της ζωγραφικής του.
ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΔΕΝΗΣ
Από τα πρώτα του έργα μέχρι σήμερα, μένει πιστός στην παραστατική ζωγραφική με ανθρωποκεντρική θεματολογία. Στα έργα του πρωταγωνιστεί το γυμνό ανδρικό σώμα, με έμφαση στην ανθρώπινη υπόστασή του. Η εξπρεσιονιστική διάθεση είναι εμφανής στη συναισθηματική φόρτιση των μορφών και στην κάπως μελαγχολική ατμόσφαιρα που τις περιβάλλει. Με διακριτικούς συμβολισμούς υποδηλώνεται η θνητότητα του σώματος και η ιερότητά του. Η πληθωρική παρουσία του γυμνού, χωρίς να αναφέρεται άμεσα σε πρότυπα του κλασικού κάλλους, τονίζει τον ουμανιστικό χαρακτήρα αυτής της καλλιτεχνικής πρότασης και τη βαθύτερη σύνδεσή της με την ιστορία του πολιτισμού. Η στιβαρή σχεδιαστική απόδοση των μορφών, οι υποβλητικές συνθέσεις και η εκφραστική χρήση του χρώματος, είναι τα κύρια χαρακτηριστικά του εικαστικού του ιδιώματος.
ΓΙΩΡΓΟΣ ΡΟΡΡΗΣ
Η τέχνη του εντάσσεται σε μια γενικότερη στροφή νέων ζωγράφων της δεκαετίας του '80 προς την παραστατικότητα και τις παραδοσιακές τεχνικές. Στη θεματολογία του η ανθρώπινη μορφή και οι εσωτερικοί χώροι έχουν τον πρώτο λόγο, ενώ οι τοπιογραφικές απεικονίσεις είναι σπανιότερες. Οι μοναχικές του φιγούρες αναπτύσσουν μια ιδιαίτερη σχέση με το χώρο, αναδεικνύοντας τη δραματικότητα των συνθέσεων. Οι σκηνές αποκτούν μια ψυχογραφική διάσταση, καθώς τονίζονται τα ατομικά χαρακτηριστικά και η προσωπική έκφραση του μοντέλου. Το ίδιο ισχύει και για τα γυναικεία γυμνά που κυριαρχούν τα τελευταία χρόνια στη ζωγραφική του. Σε όλα του τα θέματα ο χειρισμός του χρώματος καθορίζει την ατμόσφαιρα, άλλοτε με αισθησιακές εντάσεις και άλλοτε με μια κάπως μελαγχολική διάθεση.
Η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα αναφερόμενη στον Στέφανο Δασκαλάκη έγραψε: «Καθιστές ή ξαπλωμένες, ντυμένες ή γυμνές, οι γυναίκες που ποζάρουν για τον Στέφανο Δασκαλάκη υφίστανται το αβυσσαλέο βλέμμα του, που τις μεταβάλλει σε αθύρματα της μοίρας των θνητών. Δεν ξέρω αν η εγκατάλειψη, η αθυμία, η μελαγχολία είναι συναισθήματα που ανήκουν σ' αυτές ή στον ζωγράφο. Τείνω να πιστέψω ότι συμβαίνει το δεύτερο. Γι' αυτό τα έργα του τα εντάσσουν αβίαστα τον καλλιτέχνη στην οικογένεια των εξπρεσιονιστών. Ο εξπρεσιονιστής προβάλλει το εκρηκτικό του βίωμα στον έξω κόσμο και στο θεωρούμενο αντικείμενο με τόση ένταση, ώστε τελικά να το παραμορφώνει και να το κάνει ομοιοπαθητικό κάτοπτρο του δικού του ψυχισμού».
Από την πλευρά της στην αναφορά της για το έργο του Γιώργου. Ρόρρη η Ελισάβετ Πλέσσα επισημαίνει:
«Αν πορτρέτο είναι η πάλη με την απόδοση του ορατού ενάντια στη φθορά του χρόνου, τότε στο έργο του Ρόρρη όλα είναι πορτρέτο, μια και γι' αυτόν ο ζωγράφος είναι «διερμηνέας του ορατού». Μοντέλα του δεν είναι μόνο οι ανθρώπινες μορφές που ποζάρουν στη σκηνή του εργαστηρίου του. Είναι, εξίσου, το τσίγκινο βαρέλι της πρώτης του έκθεσης, οι κεφαλές των σφαγίων και οι καρποί των νεκρών του φύσεων, οι πορτοκαλιές των τοπίων, η παλιά μοτοσικλέτα, που έχει όνομα όπως όλα τα γυναικεία μοντέλα του, το συνεργείο της γειτονιάς, τα έπιπλα του εργαστηρίου, το είδωλο στον καθρέφτη, τα ακουμπισμένα αντικείμενα στο τραπεζάκι, οι φθαρμένοι τοίχοι, ο γκρεμός της σκάλας, το χώμα της αλάνας στον Κοσμά και το ξύλινο πάτωμα της Τροφωνίου, οι λάμψεις και οι σκιές, το έξω και το μέσα ίδιο. Μοντέλο του Ρόρρη είναι ό,τι ακινητοποιεί η ματιά του και το φέρνει πρωταγωνιστή στο τελάρο του».
Ενώ σε ότι αφορά στο έργο του Μιχάλη Μαδένη η Μαρίνα Λαμπράκη – Πλάκα τονιζει εμφατικά:
«Όλα είναι στη θέση τους. Το σώμα, όπως αναδύεται θερμό μέσα από τον χρωστήρα του ζωγράφου, φέρει μαζί του ως εκτόπισμα και ως «δικαίωμα στη ζωή» τον ζωτικό του χώρο. Αλλωστε εκεί, σ' αυτή τη συνάντηση της φόρμας με τον χώρο, κρινόταν πάντα η καλή παραστατική ζωγραφική. Καθαρά και ζωηρά χρώματα περιβάλλουν τα γυμνά σώματα κρατώντας τα κοντά στην επιφάνεια, αγκαλιάζοντάς τα έτσι ώστε να μην απειλούν τη ζωτική τους επικράτεια. Η συνάντηση της σάρκας με αυτά τα περιβάλλοντα πεδία χρώματος δεν είναι ποτέ αδρανής. Οι χρωματικές εντάσεις, οι προβαλλόμενες σκιές και τα παλλόμενα περιγράμματα συνδέουν οργανικά τη φιγούρα με το πλαίσιό της».