Στην τηλεδιάσκεψη του Δ.Σ. της ΚΕΔΕ, η οποία πραγματοποιήθηκε την 1η Απριλίου 2020, «περίσσεψαν» τα συγχαρητήρια της πλειοψηφίας προς την κυβέρνηση και η αναγνώριση της «πολύ σημαντικής της δουλειάς», όπως δηλώθηκε δια στόματος του προέδρου της ΚΕΔΕ.
Κατά τη συνεδρίαση ήταν εμφανής η προσπάθεια, προέδρου και πλειοψηφίας, να αποστασιοποιηθούν από τα μεγάλα κενά και τις προκλήσεις που αντιμετωπίζει το δημόσιο σύστημα υγείας και οι υγειονομικοί της χώρας μπροστά στην πανδημία και που ως ζήτημα αναδεικνύεται σε μία από τις κύριες υποχρεώσεις των ανθρώπων της τοπικής διοίκησης, οι οποίοι πρέπει, εκφράζοντας τις λαϊκές αγωνίες, να το αναδείξουν και να το υποστηρίξουν απέναντι στην κυβερνητική πολιτική.
Καταγράφηκε επίσης με χαρακτηριστικό τρόπο η αγωνία δημάρχων και αυτοδιοικητικών για το πώς οι Δήμοι θα καταφέρουν να «σταθούν όρθιοι» μπροστά στις υποχρεώσεις που τους έχουν ανατεθεί από το Κράτος, καθώς και για το αν θα καταφέρουν να ανταποκριθούν στις διευρυμένες ανάγκες των νοικοκυριών, μπροστά στις νέες συνθήκες που διαμορφώνονται, χωρίς τη γενναία χρηματοδότηση τους.
Αυτές τις νέες συνθήκες και την πραγματικότητα η πλειοψηφία της ΚΕΔΕ δεν μπορεί ούτε θέλει να τις εκφράσει. Για μία ακόμη φορά το ΔΣ της προσαρμόστηκε με τις απαιτήσεις της κυβέρνησης, όπως αυτές εκφράζονται με τις απανωτές Πράξεις Νομοθετικού Περιεχομένου. Μιλάνε για την αναζήτηση «νέων χρηματοδοτικών εργαλείων» για τη στήριξη των Δήμων, τη στιγμή που γνωρίζουν ότι είναι ανεπαρκή για τις σημερινές συνθήκες.
Δεν υπήρξε ούτε η ελάχιστη θέληση να αρθρωθεί κάποια ουσιαστική απαίτηση για την άμεση και γενναία οικονομική στήριξη των Δήμων. Μια συνεδρίαση δηλαδή του ΔΣ της ΚΕΔΕ για τους τύπους, μπροστά σε πρωτόγνωρα γεγονότα και καθήκοντα, με την πλειοψηφία της να παραμένει φιλάρεσκα αμήχανη και με οδηγό την πολιτική της κυβέρνησης και της ΕΕ, «μοιραίοι κι άβουλοι αντάμα, προσμένουμε, ίσως, κάποιο θάμα» όπως λέει και ο ποιητής.
Από τη μεριά της η Λαϊκή Συσπείρωση ανέδειξε τις διαχρονικές ευθύνες των κυβερνήσεων στην υποχρηματοδότηση του Δημόσιου Συστήματος Υγείας και την εμπορευματοποίησή του. Τη σημασία και την ανάγκη της άμεσης στήριξής του σε δομές, υγειονομικό προσωπικό και υλικό, ώστε να μιλάμε για ένα δημόσιο σύστημα υγείας υψηλού επιπέδου, δωρεάν, χωρίς εμπορευματοποίηση, με διασφάλιση του ενιαίου χαρακτήρα και σχεδιασμού του.
Καλέσαμε, επίσης, την ΚΕΔΕ να αποσύρει το αίτημά της για το πέρασμα της Πρωτοβάθμιας Φροντίδας Υγείας στην ευθύνη των Δήμων. Αίτημα επικίνδυνο για τη δημόσια υγεία και τον καθολικό και δωρεάν χαρακτήρα της, την αποτελεσματικότητά της με βάση τις κατακτήσεις της επιστημονικής γνώσης και έρευνας. Ζήτημα που αναδεικνύεται από τα γεγονότα που ζούμε σήμερα στην χώρα μας και σε όλο τον καπιταλιστικό κόσμο.
Αναδείξαμε ως άμεσο αίτημα την πρόσληψη όλου του μόνιμου προσωπικού που χρειάζεται σήμερα, τον πλήρη εξοπλισμό στα Νοσοκομεία, στα Κέντρα Υγείας, με επαρκές υγειονομικό υλικό. Προβάλαμε την ανάγκη επίταξης των ιδιωτικών μονάδων και όχι την οικονομική ενίσχυσή τους, την ένταξη των ικανότατων γιατρών του ιδιωτικού τομέα στον κρατικό σχεδιασμό.
Είναι ντροπή το 2020 οι Δήμοι μας να μοιράζουν συσσίτια και τρόφιμα, δείχνει την κατάντια στην οποία έχει φτάσει η κοινωνική μας συγκρότηση. Φαίνεται σε όλο του το μεγαλείο, το πού οδήγησαν οι κυβερνώντες τα λαϊκά στρώματα. Σήμερα, δεν χρειαζόμαστε λόγια, χρειάζονται πράξεις:
- Να μονιμοποιηθούν οι εργαζόμενοι του «Βοήθεια στο Σπίτι», να γίνουν προσλήψεις μόνιμου προσωπικού, ώστε να καταφέρει να ανταποκριθεί στην αποστολή του και τις νέες ανάγκες.
- Ήρθε η ώρα για τη μονιμοποίηση των συμβασιούχων καθαριστριών στα σχολεία – Καμία απόλυση. Περισσότερο από ποτέ αναδεικνύεται η ανάγκη καθαριότητας των σχολείων εν ώρα λειτουργίας του.
- Ταυτόχρονα, για να ανταποκριθούν οι Δήμοι στις ανάγκες των συμπολιτών μας, οι οποίες βαίνουν αυξανόμενες λόγω και των ειδικών συνθηκών της πανδημίας, χρειάζονται άμεσα προσλήψεις μόνιμου προσωπικού.
- ΚΕΔΕ και κυβέρνηση επιμένουν και πάλι στα προγράμματα της εκμετάλλευσης των ανέργων, τα λεγόμενα προγράμματα Κοινωφελούς Εργασίας.
Η Λαϊκή Συσπείρωση επιμένει στη γενναία χρηματοδότηση των δήμων. Να διπλασιαστεί η χρηματοδότησή τους τώρα από τους Κεντρικούς Αυτοτελείς Πόρους. Έτσι, θα μπορέσουν μπορέσουν να λειτουργήσουν και να στηρίξουν λαϊκές ανάγκες, χωρίς να τις εμπορεύονται. Μόνο έτσι μπορεί να έχουν κάποιο περιεχόμενο «τα καλά λόγια» κυβέρνησης, των άλλων κομμάτων, αιρετών, «για το σημαντικό έργο των Δήμων».